τρικούβερτος

τρικούβερτος
-η, -ο, Ν
1. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα
2. μτφ. ο μεγάλος σε διαστάσεις, σε ποσότητα, σε ένταση, σε δύναμη ή σε ζωηρότητα (α. «καβγάς τρικούβερτος» β. «γλέντι τρικούβερτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κουβέρτα «κατάστρωμα». Το επίθ., που αρχικά αναφερόταν σε καράβι με τρεις κουβέρτες, δηλ. μεγάλο, αργότερα απέκτησε τη σημ. «δυνατός, έντονος, ζωηρός», για να προσδιορίσει γεγονότα, ιδιαίτερα δε γλέντι ή καβγά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρικούβερτος — η, ο 1.(για πλοίο), που έχει τρεις κουβέρτες, τρία καταστρώματα: Καράβι τρικούβερτο. 2. σπουδαίος, μεγάλος, έντονος: Γλέντι τρικούβερτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”